- διέκ
- διέκout throughindeclform (prep)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διέκ — και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ) ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι) αρχ. (ως επίρρ.) 1. μέσα … Dictionary of Greek
διέξ — διέκ out through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
διέξ — βλ. διέκ … Dictionary of Greek